- επανεμώ
- ἐπανεμῶ, -έω (Α)1. κάνω εμετό επανειλημμένα, ξαναξερνώ2. (για μηρυκαστικά) φέρνω ξανά την τροφή στο στόμα, αναχαράζω («αὖθις δ' ἐκ ταύτης [τῆς γαστρὸς] ἐπανεμοῡν κατεργάζεσθαι τῷ στόματι», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + εμώ «κάνω εμετό»].
Dictionary of Greek. 2013.